βληχῶμαι

βληχῶμαι
βληχάομαι
bleat
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
βληχάομαι
bleat
pres ind mp 1st sg
βληχάομαι
bleat
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
βληχάζω
fut ind mid 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βληχώμαι — βληχῶμαι ( άομαι) (Α) 1. (για πρόβατα και σπανιότερα για γίδια) βελάζω 2. (για νήπια) κλαίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βληχή] …   Dictionary of Greek

  • βληχή — η (AM βληχή, Α και βλαχά, δωρ. τ.) το βέλασμα των προβάτων αρχ. το κλάμα του βρέφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Η άποψη κατά την οποία το βληχή προέρχεται από το βληχώμαι ( άομαι), αν το βληχώμαι θεωρηθεί ανεξάρτητος… …   Dictionary of Greek

  • βληχάζω — (Α) βληχώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βληχάζω είναι παράλληλος τ. του βληχώμαι] …   Dictionary of Greek

  • βληχώνι — το και βληχούνι και γληχώνι (AM βλήχων, η, Α και βληχώ, οῡς, η και γλήχων, ωνος και γληχώ, οῡς, ιων. τ. και γλάχων, ωνος και γλαχώ, οῡς δωρ. τ., Μ και βλήχων, ωνος, ο) το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων (mentha pulegium), το φλησκούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης… …   Dictionary of Greek

  • καταβληχώμαι — καταβληχῶμαι, άομαι (Α) βελάζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βληχῶμαι «βελάζω»] …   Dictionary of Greek

  • μηκάζω — (Α) 1. (για πρόβατα και αίγες) μηκώμαι, βληχώμαι, βελάζω 2. (για πρόσ.) φωνάζω δυνατά, επίμονα, σκούζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηκῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • μηκή — μηκή, ἡ (Α) μηκασμός, βέλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μηκῶμαι (πρβλ. βληχώμαι: βληχή)] …   Dictionary of Greek

  • μηκώμαι — (Α μηκῶμαι, άομαι) (για πληγωμένο άνθρωπο ή ζώο) βγάζω στεναγμό από τον πόνο, βογγώ νεοελλ. (για βόδι) μουγκρίζω, μουγκανίζω αρχ. 1. (για τα πρόβατα ή τις αίγες) βελάζω, βληχώμαι 2. (για καταδιωκόμενο ελαφάκι ή λαγό ή κάπρο) φωνάζω, σκούζω, βγάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”